- σκεπτικισμός
- (και κατά τους αρχαίους Έλληνες απλώς σκέψις). Η σκεπτική σχολή, που ιδρύθηκε από τον Πύρρωνα τον Ηλείο τον 4o αι. π.Χ., είναι μια από τις σημαντικότερες τάσεις της ελληνιστικής φιλοσοφίας, μαζί με τον επικουρισμό και το στωικισμό.
Σκέψη, στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική γλώσσα, σήμαινε, γενικά, «έρευνα», «κριτική εξέταση» και πραγματικά η σκεπτική σχολή χαρακτηρίζεται στην αρχή της ως αναζήτηση της ευτυχίας και της σοφίας. Αλλά, μέσα στη σχολή αυτή, κυρίως με τον άμεσο μαθητή του Πύρρωνα, τον Τίμωνα από το Φλιούντα (που γεννήθηκε γύρω στα 325 π.Χ. και έγραψε ένα σατιρικό έργο εναντίον των φιλοσόφων με τον τίτλο Σίλλοι), η αναζήτηση αυτή χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από την πολεμική εναντίον των άλλων φιλοσοφικών σχολών, που χαρακτηρίζονται όλες μαζί «δογματικές», εξαιτίας του ισχυρισμού τους ότι κατείχαν την αληθινή και αναμφισβήτητη απάντηση για όλα τα βασικά προβλήματα της γνώσης και της συμπεριφοράς.
Ο Τίμων ίδρυσε τη σχολή του στην Αθήνα το 275, αλλά δεν είχε μεγάλη επιτυχία. Τα στοιχεία όμως της πολεμικής τους εναντίον του επικουρισμού και ιδαίτερα εναντίον του στωικισμού, που τονίζονταν με την αντιπαράθεση αντίθετων ισοδύναμων επιχειρημάτων υπέρ ή κατά της ίδιας θέσης, επαναλήφθηκαν και ενισχύθηκαν από τη λεγόμενη μέση ακαδημία, με τον Αρκεσίλαο και τον Καρνεάδη: με αυτούς η πλατωνική σχολή πήρε καθαρά σκεπτική κατεύθυνση με τις περίφημες θεωρίες της «κατάργησης της κρίσης» και της «πιθανότητας» (της οποίας τη βάση ξαναβρίσκουμε πάλι στη σω-κρατοπλατωνική σκέψη).
Όταν έπειτα, στο 2o αι. π.Χ., η πλατωνική ακαδημία, με τον εκλεκτισμό του Φίλωνα από τη Λάρισα και του Αντίοχου του Ασκαλωνίτη, ξαναπήρε δογματικό χαρακτήρα, ο σ. ξανάνθησε έξω από την ακαδημία με τον Αινησίδηρο (1ος αι. μ.Χ.) παίρνοντας αυστηρή και συστηματική μορφή με τη θεωρία των «τρόπων» ή σκεπτικών επιχειρημάτων (δέκα του Αινησίδημου και πέντε του Αγρίππα), εναντίον της αισθητής βεβαιότητας και του κριτήριου της αλήθειας της λογικής και επιστημονικής γνώσης. Και γινόταν διαρκώς στενότερος ο σύνδεσμος μεταξύ του φιλοσοφικού σ. και της «εμπειρικής» ιατρικής (που εγκαινίασε ο Φιλίνος από την Κω και που ονομάζεται έτσι σε αντίθεση προς τη «δογματική» ή «θεωρητική» ιατρική). Από την ιατρική εμπειρική σχολή προήλθε ο γνωστότερος αντιπρόσωπος του αρχαίου σ., ο Σέξτος ο Εμπειρικός.
* * *ο, Ν(φιλοσ.)1. αντίληψη που θέτει υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητα τής πραγματικής γνώσης, την ύπαρξη έγκυρων κριτηρίων τής αλήθειας και, γενικά, οποιασδήποτε βέβαιης γνώσης και υπογραμμίζει τον σχετικό, ατελή και ανακριβή χαρακτήρα της, πέρα από τη γνώση η οποία προέρχεται από την άμεση αισθητηριακή εμπειρία*2. έλλειψη εμπιστοσύνης σε κάτι, αμφιβολία, δυσπιστία ή καχυποψία3. απαισιοδοξία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. scepticisme (< σκεπτικός + -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.